«Ένας γιατρός ήρθε στην κλινική μου με μια σοβαρή υδροφοβία. Υπέφερε από διαταραχές του αυτόνομου νευρικού συστήματος από πολύ καιρό. Μια μέρα συνάντησε τον προϊστάμενο του στο δρόμο και όπως ο νέος του έτεινε το χέρι για χαιρετισμό, πρόσεξε ότι είχε ιδρώσει πιο πολύ από συνήθως. Την άλλη φορά που βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση περίμενε να ιδρώσει ξανά και αυτή η προληπτική ανησυχία του έφερε υπερβολικό ιδρώτα. Ήταν ένας φαύλος κύκλος. Η εφίδρωση προκάλεσε υδροφοβία και η υδροφοβία με τη σειρά της προκάλεσε υπερίδρωση. Συμβουλέψαμε τον ασθενή μας, στην περίπτωση που η προληπτική ανησυχία επανεμφανιστεί, ν’ αποφασίσει σκόπιμα να δείξει στους ανθρώπους που θα τον συναντούσαν ακριβώς πόσο πολύ μπορούσε πραγματικά να ιδρώσει. Μια βδομάδα αργότερα επανήλθε για ν’ αναφέρει ότι όποτε συναντούσε κάποιον που του προκαλούσε την αναμενόμενη (την προληπτική) ανησυχία έλεγε στον εαυτό του. Άλλοτε ίδρωνα ένα λίτρο τώρα όμως θα χύσω τουλάχιστον δέκα λύτρα. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της παράδοξης λύσης; Αφού υπέφερε από τη φοβία του αυτή για τέσσερα χρόνια, ήταν γρήγορα σε θέση, ύστερα από μόνο μια συνεδρία, να ελευθερωθεί απ’ αυτή μια και καλή, ακολουθώντας τη νέα διαδικασία».
Ο αναγνώστης ας σημειώσει ότι αυτή η θεραπεία δεν αποτελείται μόνο από μιαν αντιστροφή στη στάση του ασθενή έναντι της φοβίας του, καθόσον η συνηθισμένη αντίδραση «αποφυγής» αντικαθίσταται από μια σκόπιμη προσπάθεια, αλλά επίσης, από το γεγονός ότι γίνεται μ’ ένα χιουμοριστικό τρόπο, όσο είναι δυνατόν. Έτσι επιτυγχάνεται μια αλλαγή στη στάση απέναντι στο σύμπτωμα που κάνει τον ασθενή να βάλει μια απόσταση, μεταξύ του εαυτού του και του συμπτώματος του με σκοπό να τον αποσπάσει από τη νεύρωση του. Αυτή η διαδικασία βασίζεται στο γεγονός ότι η δημιουργία παθολογίας (σύμφωνα με τον υπαρξιστή ψυχοθεραπευτή Victor Frankl ) στις φοβίες και στις ιδεοψυχαναγκαστικές νευρώσεις οφείλεται εν μέρει στην αύξηση του άγχους και των ψυχαναγκασμών που προξενούνται απ’ την προσπάθεια για ν’ αποφευχθούν και να καταπολεμηθούν. Ένας φοβικός συνήθως προσπαθεί ν’ αποφύγει την κατάσταση που του διεγείρει το άγχος του, ενώ η ιδεοψυχαναγκαστική κατάσταση προσπαθεί να καταπνίξει και έτσι να καταπολεμήσει τις απειλητικές ιδέες. Σε κάθε περίπτωση όμως το αποτέλεσμα είναι το σύμπτωμα να δυναμώνει. Αντίθετα, εάν πετύχουμε να φέρουμε τον ασθενή στο σημείο να σταματήσει να το βάζει στα πόδια ή να προσπαθεί να καταπολεμήσει τα συμπτώματα του, αλλά αντίθετα ακόμη και να τα μεγαλοποιεί τότε θα παρατηρήσουμε ότι τα συμπτώματα μικραίνουν και ο ασθενής δεν καταδιώκεται πια απ’ αυτά.
Μια τέτοια διαδικασία πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μοναδική δυνατότητα για αυτοαπόσπαση που ενυπάρχει στην αίσθηση του χιούμορ. Σύμφωνα με την άποψη του Heidegger «το λυπηρό ενδιαφέρον» (Sorge) είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό που διαπερνάει την ανθρώπινη ύπαρξη και του Binswanger το μεταγενέστερο υποκατάστατο του «αγαπάμε μαζί» (loving togetherness) (Liebendes Miteinandersein) σαν κύριο χαρακτηριστικό, τολμώ να πω ότι το χιούμορ επίσης αξίζει ν’ αναφερθεί ανάμεσα στις βασικές ανθρώπινες ικανότητες. Κανένα ζώο δεν μπορεί να γελάσει. Πράγματι, όταν χρησιμοποιηθεί η «παράδοξη πρόθεση», ο σκοπός για να το θέσουμε πιο απλά, είναι να καταστήσει ικανό τον ασθενή ν’ αναπτύξει μια αίσθηση αυτοαπόσπασης προς τη νεύρωση του γελώντας μαζί της. Μια δήλωση σχετική βρίσκουμε στο βιβλίο του Gordon Allport «Το άτομο και η θρησκεία του», (The individual and his religion). Ο νευρωτικός που μαθαίνει να γελά με τον εαυτό του μπορεί να μπει στο δρόμο της «αυτοοργάνωσης και ίσως και της θεραπείας». Η παράδοξη πρόθεση είναι η κλινική εφαρμογή της θέσης του Allport.
Είναι γενικά παρατηρημένο ότι αυτό το άγχος συχνά δημιουργείται ακριβώς, όταν κάποια κατάσταση φοβίζει τον πάσχοντα. Το ερυθροφοβικό άτομο π.χ., που φοβάται μήπως ερυθριάσει όταν μπει σ’ ένα δωμάτιο και αντιμετωπίσει μια ομάδα ανθρώπων, πραγματικά θα κοκκινίσει ακριβώς σε κείνη τη στιγμή.
Κάποιος μπορεί συχνά να παρατηρήσει ένα ανάλογο φαινόμενο στα περιστατικά που παρουσιάζουν άγχος αναμονής, που είναι φόβος για κάποιο παθολογικό γεγονός και που αποφεύγεται. Αυτό είναι αποτέλεσμα του εξαναγκασμού για αυτο-παρατήρηση. Στις περιπτώσεις της αϋπνίας π.χ. οι ασθενείς συχνά αναφέρουν ότι ξέρουν πλήρως για το πρόβλημα του ύπνου όταν πέφτουν στο κρεβάτι. Βέβαια η πολύ προσοχή εμποδίζει τη διαδικασία του ύπνου.
Πέραν του γεγονότος ότι η υπερβολική προσοχή αποδεικνύεται ότι είναι ένας ενδογενής παθολογικός παράγοντας αναφορικά με την αιτιολογία των νευρώσεων, παρατηρούμε ότι σε πολλούς νευρωτικούς ασθενείς η υπερβολική πρόθεση μπορεί επίσης να είναι παθολογική. Πολλές σεξουαλικές νευρώσεις μπορεί ν’ αναχθούν στην καταναγκαστική πρόθεση επίτευξης του στόχου της σεξουαλικής πράξης, είτε στην περίπτωση του άντρα που επιδιώκει να επιδείξει την ικανότητα του είτε στην περίπτωση της γυναίκας που θέλει να δείξει ότι μπορεί να φτάσει στον οργασμό. Ο συγγραφέας ασχολήθηκε πολύ σε πολλές μελέτες υποδεικνύοντας ότι κατά κανόνα ο ασθενής ζητάει ηδονή από πρόθεση (θα μπορούσε να πει κάποιος ότι παίρνει την «αρχή της ηδονής» κατά γράμμα). Όπως και να ‘ναι όμως η ηδονή ανήκει σε κείνη την κατηγορία των πραγμάτων που δεν μπορεί να προέλθει με άμεση πρόθεση, αλλά, αντίθετα, είναι ένα έμμεσο αποτέλεσμα ή ένα υποπροϊόν. Επομένως, όσο περισσότερο ένας αγωνίζεται για την ηδονή, τόσο λιγότερο την επιτυγχάνει. Έτσι βλέπουμε έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό σ’ αυτό το αναμενόμενο άγχος, που προκαλεί ό,τι ακριβώς ο ασθενής φοβάται, ενώ η υπερβολική πρόθεση, όπως επίσης και η υπερβολική αυτοπαρατήρηση για τη λειτουργικότητα ενός ατόμου κάνει αδύνατη αυτή τη λειτουργία.
Είναι ακριβώς πάνω σ’ αυτό το διπλό γεγονός στο οποίο η Logotherapy (η υπαρξιστική αυτή θεραπεία, που ανέπτυξε ο Victor Frankl*) βασίζει την τεχνική της, γνωστή ως «παράδοξη πρόθεση». Όταν π.χ. ένας φοβικός ασθενής φοβάται ότι κάτι θα του συμβεί, ο θεραπευτής τον ενθαρρύνει να σκεφτεί ή να επιθυμήσει, έστω και μόνο για ένα λεπτό, ακριβώς αυτό που φοβάται.