Η θέση της «ομοφυλοφιλίας» ως διαγνωστικής κατηγορίας (διαταραχής) άλλαξε σημαντικά από το 1960. Στην πρώτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου για τις Ψυχικές Διαταραχές (DSM-I), που δημοσιεύτηκε το 1952 από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, η ομοφυλοφιλία κατατασσόταν κάτω από την κοινωνικοπαθητική (sociopathic) διαταραχή της προσωπικότητας ως σεξουαλική παρέκκλιση και αποτελούσε παθολογική συμπεριφορά. Στη δεύτερη έκδοση του DSM-II, που δημοσιεύτηκε το 1968, δεν υπήρχε πλέον η κατηγορία της κοινωνικοπαθητικής διαταραχής της προσωπικότητας, αλλά η ομοφυλοφιλία παρέμενε ενταγμένη στις σεξουαλικές παρεκκλίσεις, ενώ τα άτομα με τις παρεκκλίσεις περιγράφονταν ως ανίκανα να αποκαταστήσουν φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά προς χάρη της παρεκκλίνουσας πρακτικής. Το 1973, μετά από πολλές διαμαρτυρίες των ομοφυλοφίλων και με την υποστήριξη πολλών ψυχιάτρων, η Αμερικανική Ψυχιατρική εταιρεία αποφάσισε να αφαιρέσει την ομοφυλοφιλία από τις διαγνώσεις των ψυχικών διαταραχών. Η απόφαση αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και το θέμα τέθηκε σε ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, η οποία με ποσοστό 58% (λίγο περισσότεροι από 10.000 ψήφοι) επικύρωσε την απόφαση. Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από πολλούς ψυχιάτρους, όπως φάνηκε από μια ψηφοφορία που διεξήγαγε το περιοδικό Medical Aspect of Human Sexuality το 1977 και στην οποία από τους πρώτους 2.500 (εκτός των 10.000 που ψήφισαν) που απάντησαν, το 69% θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως παθολογική και όχι ως μια φυσιολογική ποικιλία. Παρόλα αυτά, η επίσημη άποψη παρέμεινε και στο DSM-IΙI, που δημοσιεύτηκε το 1980, η ομοφυλοφιλία δεν εμφανίζεται ως διάγνωση. Αναφέρεται όμως η εγωδιστονική ομοφυλοφιλία στην κατάταξη των ψυχοσεξουαλικών διαταραχών, με την έννοια ότι αποτελεί ψυχολογική διαταραχή μόνο για όσους ομοφυλόφιλους είχαν πρόβλημα. Τα διαγνωστικά κριτήρια της διαταραχής αυτής απαιτούσαν ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός να είναι μια επίμονη και Βαθιά ριζωμένη άποψη του ατόμου, ήπια δυσφορική (δηλαδή, να μην είναι αρεστή στο άτομο), ενώ από μόνη της η σύγκρουση του ομοφυλοφίλου με την κοινωνία δεν αξιολογείται για τη διάγνωση. Η δέκατη έκδοση της Διεθνούς Κατάταξης των Διαταραχών και των Σχετικών Προβλημάτων, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ICD-10, περιλαμβάνει μια κατηγορία εγωδιστονικού σεξουαλικού προσανατολισμού κάτω από την επικεφαλίδα «Ψυχολογικές και Συμπεριφορικές Διαταραχές σχετιζόμενες με τη σεξουαλική ανάπτυξη και τον προσανατολισμό». Η επικεφαλίδα αυτή συνοδεύεται από υποσημείωση ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός από μόνος του δεν αποτελεί διαταραχή. Η εγωδιστονική κατηγορία ορίζεται ως εξής: «Δεν υπάρχουν αμφιβολίες για τη σεξουαλική ταυτότητα ή την ερωτική προτίμηση, αλλά το άτομο επιθυμεί (θα ήθελε) να ήταν διαφορετικό εξαιτίας των συνοδών ψυχολογικών ή συμπεριφορικών διαταραχών και αναζητά θεραπεία για την αλλαγή του». Ωστόσο, στην αναθεωρημένη έκδοση του DSM-III-R (1987) και DSM-IV (1994), ο όρος εγωδιστονική ομοφυλοφιλία δεν υπάρχει ως διαγνωστική κατηγορία. Κάτω από τις σεξουαλικές διαταραχές μη προσδιοριζόμενες αλλιώς, μία από τις τρεις κατηγορίες περιλαμβάνει επίμονη και σημαντική δυσφορία για το σεξουαλικό προσανατολισμό. Δεν υπάρχει κανένα περαιτέρω σχόλιο ούτε αναφέρονται διαγνωστικά κριτήρια και, προφανώς, η κατάσταση θα μπορούσε να περιλαμβάνει και ετεροφυλόφιλους που έχουν δυσφορία για την ετεροφυλοφιλία τους (;) και… εύχονται να ήταν ομοφυλόφιλοι (!!!). Αν και οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές παράμετροι των μεταβολών αυτών είναι σαφείς, το κατά πόσο αντανακλούν και πλεονεκτήματα στην Ιατρική/Ψυχιατρική είναι λιγότερο σαφές. Η συνάφεια των ψυχικών διαταραχών στις ομοφυλοφιλικές αλληλεπιδράσεις είναι αλληλοσυγκρουόμενες και τουλάχιστον απαιτείται νέα επανατοποθέτηση. Ωστόσο, η εκδοχή ότι ο όρος εγωδιστονικός απομακρύνει από την ψυχοπαθολογία είναι αναξιόπιστη. Παραληρήματα και ψευδαισθήσεις είναι συχνά εγω-σύντονα και πολλές ψυχικές διαταραχές έχουν εκδηλώσεις που χαρακτηρίζονται εν μέρει ως εγω-σύντονες. Eίναι, ωστόσο, τουλάχιστον περίεργο μια επιστημονική εταιρεία να ορίζει με ψηφοφορία (ακόμα και αν ψηφίζουν υποτιθέμενες αυθεντίες) αν μια κατάσταση αποτελεί διαταραχή ή όχι. Η ιστορία επιστημονικών διενέξεων που φορτίζονται με συναισθηματισμούς δεν διευκρινίζεται, παρά με καθαρές σκέψεις και ορθολογική αξιολόγηση των δεδομένων. Η πολιτική ευαισθησία δεν έχει πια κανένα σκοπό όταν αναφέρεται σε επιστημονική πληροφόρηση και στη μελέτη του σεξουαλικού προσανατολισμού, είναι ωστόσο αδικαιολόγητη κάθε προσπάθεια διαστρέβλωσης της κατανόησης της αιτίας ή των αιτίων της ομοφυλοφιλίας με τη δικαιολογία της αποφυγής του στίγματος, της ταλαιπωρίας ή των διακρίσεων. Όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές έχουν αίτια και λόγους, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά καθορίζεται ως φυσιολογική ή αφύσικη. Η ομοφυλοφιλία γίνεται καλύτερα αντιληπτή ως ένα τελικό κοινό μονοπάτι σεξουαλικής δραστηριότητας που παρουσιάζει πολλές διαφορετικές πηγές, μερικές συγκρουόμενες, μερικές μη συγκρουόμενες και αρκετές όπου μονάχα υποθέσεις είναι δυνατές.
Πηγή: Η σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου εκδ. Βητα